- μεγαλόπτολις
- μεγαλόπτολις, ἡ (Α)βλ. μεγαλόπολη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεγαλόπτολις — μεγαλόπολις fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλόπολη — Ημιορεινή κωμόπολη (υψόμ. 430 μ., 5.114 κάτ.), του νομού Αρκαδίας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένη κοντά στα ερείπια της ομώνυμης αρχαίας πόλης, η Μ. είναι η μεγαλύτερη κωμόπολη του νομού Αρκαδίας και μεταξύ 1961 και 1971 παρουσίασε τη … Dictionary of Greek